- τορπιλ(λ)ικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τορπίλες («τορπιλικός μηχανισμός»)2. το ουδ. ως ουσ. το τορπιλ(λ)ικό(στρ.-ναυτ.) πολεμικό πλοίο, μικρού κατά κανόνα εκτοπίσματος, τού οποίου κύριο όπλο είναι οι τορπίλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον τ. τορπιλλικός, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.